Στης γης τα μονοπάτια. Αποσπάσματα από το βιβλίο μου

 

Δημήτρης Φάββας
favvas@yahoo.ca

Κομματάκια από το οδοιπορικό της ζωής μου (256 σελίδες) Το έχω τυπὠσει και υπάρχουν μερικά αντίτυπα στην Ελλάδα για τους φίλους που θα το ζητήσουν

t

Υποβολή σε βελονισμό (Acupuncture), Κίνα το 2004

Γεννήθηκα το 1940 στον Άγιο Δημήτριο Μονεμβασίας
Σπούδασα μηχανικός του εμπορικού ναυτικού γιατί ήθελα να γνωρίσω τον κόσμο.
Αποφοίτησα από τη σχολή Α.Σ.Μ.Ε.Ν. Το 1959, αλλά μια σειρά από συγκυρίες στις οποίες έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο ο χαρακτήρας μου με έστειλαν μετανάστη στη Βραζιλία. Στις 28 Οκτωβρίου του 1960, ενάμισι μήνα πριν από τα γενέθλιά μου των είκοσι χρόνων, αποβιβάστηκα μετανάστης στο Santos. Δεν δούλεψα ποτέ σαν ναυτικός, γνώρισα όμως αρκετά μέρη, δούλεψα με τους ανθρώπους τους, έμαθα τις γλώσσες τους, τις συνήθειές τους τα έθιμά τους.
Για πρώτη φορά άρχισα να γράφω στίχους το 1982 στο Labrador του Καναδά όπου τοποθετούσα μύλους, για να δώσω μια διέξοδο στα κρύα και μοναχικά βράδια μου.
Βγήκα στη σύνταξη το 2004 οπότε άρχισα να γράφω και να καταχωρώ στίχους σε διάφορες ιστοσελίδες, συμπεριλαμβανομένης της ιστοσελίδας www.stixoi.info όπου καταχώρησα τους περισσότερους. Μερικοί μου ζήτησαν και έχουν μελοποιήσει μερικά κομμάτια και ένας μουσικός, ο Στράτος Λαχανάς που ζει στη Γερμανία, φιλοδοξεί και έχει διαλέξει αρκετά δικά μου κομμάτια για ένα musical με θέμα τον μετανάστη.
Τον κόσμο μου, όπως τον έζησα, με τις συνήθειες και τα έθιμα της εποχής, τις ευχάριστες και δυσάρεστες περιπέτειες, ένα κόσμο πραγματικό και με πραγματικά γεγονότα μιας περασμένης εποχής, σε κάποια στιγμή τον έγραψα και τον παρουσιάζω σε στίχους.
Δοκιμαστικά, παρέθεσα μερικά κομμάτια στην ως άνω ιστοσελίδα και ύστερα από μερικά ενθαρρυντικά σχόλια, πήρα την απόφαση να τον παρουσιάσω σε μια έκδοση. Για την οικογένειά μου, τους φίλους μου και όλους εσάς που μου κάνετε την τιμή να τους διαβάσετε

Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΜΑ

Ένα τραγούδι πέρασε στη σκέψη μου μια μέρα
που το τραγούδησαν παλιά σε χρόνια περασμένα
όταν απ’ τον Ατλαντικό, λιγάκι παραπέρα
μου ήταν όλα άγνωστα και ολωσδιόλου ξένα

και έλεγε πως ποίημα είναι το κάθε πράγμα,
το τραγουδάκι του πουλιού, ένα φιλί χαμένο,
αν περιμένεις να δεχτείς του έρωτα το τάμα,
στο πεζοδρόμιο μοναχός, αν είσαι ξεχασμένος….

και κάθισα και έγραψα ποίημα τη ζωή μου
γιατί έτσι την ένοιωσα κι ακόμα τηνε νοιώθω
ένα ρυάκι που κυλά μέσα ‘πο την ψυχή μου
και πίνει και δροσίζεται από αυτό ο πόθος

έχει μαγεία η ζωή αν δέχεσαι τον πόθο
και τον αφήνεις να γευθεί αυτά που του ανήκουν
κι αν με ιδρώτα ποτιστούν απ’ τον δικό σου κόπο
όσα λουλούδια της ψυχής αξίζει για να ζήσουν

ανθρώπους άλλους γνώρισα στους μακρινούς τους τόπους
και θαρρετά περπάτησα στης γης τα μονοπάτια
και τη ζωή μου ταύτισα με τους δικούς τους τρόπους
κι είδα κομμάτι της ζωής με τα δικά τους μάτια

αν κέρδισα ή έχασα, δύσκολα να το κρίνω,
στα σταυροδρόμια της ζωής διάλεξα κάποιους δρόμους
και δεν μπορώ με σιγουριά τίποτα να συγκρίνω
μα χαίρομαι που γνώρισα τόσες γωνιές του κόσμου.

πότε θεός, πότε θνητός και πότε προδομένος
για τη ζωή μου πάλεψα και πήρα αποφάσεις
και στην πορεία της ζωής, χαμένος, κερδισμένος
γνώρισα λύπη και χαρά σε όλες τους τις φάσεις.

Μερικά από στα σχόλια από στιχοφίλους που διάβασαν ολόκληρο ή μέρος της αφήγησης.
Είσαι ο μόνος,φίλε μου,
εκ της στιχοπαρέας,
οστις τυγχάνεις Ομηρος
μαζί και Οδυσσέας.

Εαν ζητάς τη γνώμη μου,
του πρώτου,ίσως,υστερείς,
μα Ηλιου φαεινότερο,
του δεύτερου..υπερτερείς
ΕΛΠΗΝΟΡΑΣ

________________________________________
Δημήτρη το έλαβα και το άνοιξα εχω διαβάσει κάμποσο
Το έλαβα χθες βράδυ αργά σου έγραψα αμέσως αλλά από τη χαρά μου φαίνεται δεν το έστειλα, από ότι πρόσεξα, και σου απαντάω πάλι, είναι πολύ πολύ καλό ευκολοδιάβαστο, λογοτεχνικό, εχω ενθουσιαστεί πολύ να σαι καλά πολύ καλά καταλαβαίνω πρέπει να κουράστηκες για να το κατορθώσεις, και πάλι ευχαριστώ
μερσινα

Πάρα πολύ ωραίο Δημήτρη
Ναταλία

Δημητρη διαβαζεται πολυ ευχαριστα και ο τροπος που γραφεις ειναι μοναδικος!!!Εμενα μου αρεσε πολυ!!!
Spartinos

Είναι πραγματικά σαν να γράφεις μυθιστόρημα…περιγραφικός, καθόλου κουραστικός, όλα μετρημένα και ζυγιασμένα…Χτυπάει μια καρδιά και πάλλεται κάτω απ΄ τις λέξεις σου!
Ανδρέας Lark

Μαγεία … η αφήγησή σου …. καταφέρνεις και κάνεις τον άλλον να τη ζει … εκεί μαζί σου !!!!!!!!
Helene 52

[1]
Το ξεκίνημα
Μεγάλωσα. Ήρθε καιρός να μπω σ’ ένα καράβι
κι όλες τις θάλασσες της γης να πάω να γνωρίσω
τα όνειρα όπου παιδί στη σκέψη είχα βάλει
τώρα που άντρας έγινα, να πραγματοποιήσω

αφήνω γεια στον τόπο μου, τους φίλους και τη μάνα
στο ακρογιάλι το μικρό που πάντα κολυμπούσα
στα χρόνια μου τα παιδικά που έστηνα δοκάνια
και στα αγκάθια που σκληρά τα πόδια μου τρυπούσαν.

Δασκάλοι που μου δείξατε στη γη να περπατάω
και που φυτέψατε φτερά στη σκέψη μου να θέλει
όλο τον κόσμο να γυρνώ, να ζω και να μεθάω
από κρασί π’ ωρίμασε στης φύσης το βαρέλι,

παρέα με τις ξωτικές γυναίκες του πλανήτη
όπου ποτέ δεν σκέφτηκα πώς είναι, με τι μοιάζουν
και που φυλά για έκπληξη ο χρόνος ο αλήτης
για όσους τη ρουτίνα τους μπορούν να θυσιάζουν.

Και συ καρδιά μου παιδική που έχεις μείνει πίσω
σε μια ανάμνηση παλιά, στα παιδικά τα χρόνια
μην το ζητάς, δεν πρόκειται για να ξαναγυρίσω
στα χρόνια όπου φόραγα κοντά τα παντελόνια

μεγάλωσα. Και η ζωή μπροστά πηγαίνει πάντα
το ρεύμα της ακολουθώ, τ’ αφήνω να με σέρνει
σ’ ένα γλυκό νανούρισμα, σε μια γλυκιά μπαλάντα,
σε μια στιγμή που χάνεται, σε άλλη μια που μπαίνει.

Η θέληση που σμίλεψαν τα χρόνια κι οι στερήσεις
είναι εφόδιο μοναχό στον κόσμο που πηγαίνω
και τούτο είναι αρκετό να αντιμετωπίσει
όποιο εμπόδιο κι αν βρεθεί στις στράτες που διαβαίνω

φεύγω, αλλά στο άγνωστο δεν πάω να πλουτίσω,
να συναθροίσω θησαυρούς και πίσω να τους φέρω.
Την εμπειρία μιας ζωής θέλω να αποκτήσω
και ότι άλλοι ξέρουνε, θέλω κι εγώ να ξέρω.

Πλημμυρισμένο το μυαλό με πεθυμιές και σκέψεις
έδωσε μόλις προσταγή για να εγκαταλείψω
όλα που μέχρι σήμερα είχαν δικές τους θέσεις
και περιπέτειες άγνωστες να βγω ν’ αναζητήσω

τα βήματά μου βιαστικά με φέρνουν στο καράβι
όπου μαζί μας θ’ ανοιχτεί σε πέλαγος γαλάζιο.
Τα κύματα το γλείφουνε κι αυτό κουνά με νάζι
ζερβά δεξιά τα ξάρτια του δεμένο στο μουράγιο.

Στα πλάγια και στην πρύμνη του γραμμένο τ’ όνομά του
με κεφαλαία γράμματα πάρα πολύ μεγάλα
και μια σημαία γαλανή πλαισιώνει τη θωριά του
που ζωγραφίζει στην ψυχή το όνομα: Ελλάδα

όνομα που στη σκέψη μου για πάντα ίσως μείνει
μπλεγμένο μέσα στις στροφές ενός καινούριου κόσμου
σε οτιδήποτε συμβεί, σ’ όποια στιγμή κι αν γίνει
κάδρο σε τοίχους διαφανείς του ψυχικού μου κόσμου.

Το όνομα του καραβιού είναι το ΙΩΝΙΑ
ένα επίσης σύμβολο στης σκέψης το ντουλάπι
όπου θα μείν’ ασκούριαστο απ’ την πολυκαιρία
στο πρώτο το ταξίδι μου για τ’ άγνωστά μου κράτη.

Με βήματα ανάλαφρα πηδώ μες στο καράβι,
τα λιγοστά τα ρούχα μου σε μια βαλίτσα φέρνω
κι η φλόγα που με κυνηγά αρχίζει να ανάβει
με νοερό προσάναμα από ‘να τόπο ξένο.

       10 Οκτωβρίου 1960

Οι μηχανές δουλεύουνε συνέχεια και βουΐζουν
τα παλαμάρια λύνουνε και η στεριά μακραίνει
σειρήνες λάγνες, νοερές να τραγουδούν αρχίζουν
κι από της σκέψης τα αυτιά ο ήχος τους διαβαίνει

στην πρύμνη όλοι μας βουβοί και οι ματιές μας πάνε
και βλέπουνε προς τη στεριά κάτι σκιές που μένουν
κουνώντας τα μαντήλια τους να αποχαιρετάνε
που συνεχώς μακραίνουνε και όλο και μικραίνουν.

Τον πήρε το παράπονο κάποιον και σιγοκλαίει
και ‘γω μαντήλι τούδωσα τα δάκρυα να σκουπίσει
και μέσα στ’ αναφιλητά μονολογεί και λέει
λόγια για κάποια κοπελιά που πίσω έχ’ αφήσει

άσε τις κλάψες Παντελή και κοίταξε μπροστά σου
και πάρε το απόφαση πως κείνη πίσω μένει.
Δεν ωφελούν τα δάκρυα και τ’ αναφιλητά σου,
ένα κατώφλι της ζωής αρχίζεις να διαβαίνεις

κι αν δεν σ’ αρέσει το “μπροστά” και θέλεις να γυρίσεις
πήδηξε μες στη θάλασσα στο χρόνο που σου μένει
γιατί μακραίνει η στεριά κι αν δεν αποφασίσεις
δύσκολο να την ξαναδείς και να σε περιμένει.

Βουβοί οι άλλοι δεν μιλούν και τη στεριά κοιτάζουν
χαθήκαν τα χαμόγελα αδειάσανε οι σκέψεις
μα δεν ζητούν παρηγοριά ούτε αναστενάζουν
αυτή την ώρα τη στερνή την είχανε προβλέψει.

Και το καράβι προχωρά και τον ισθμό περνάει,
στο μεσιανό κατάρτι του έχουμε κύκλο κάνει,
και μια κιθάρα παλαιά αρχίζει να μιλάει
με μελωδία απαλή π’ ως την ψυχή μας φτάνει.

Γύρω οι βράχοι του ισθμού και μεις ανάμεσά τους
σαν συμπληγάδες στέκονται π’ ανοίγουν και περνάμε
κι αν τα κορμιά ακέραια περνούν από μπροστά τους
οι ταραγμένες σκέψεις μας χτυπιόνται και πονάνε.

Αφήνω πίσω τους πολλούς και πάω εις την πλώρη
μ’ αρέσει να κοιτώ μακριά στ’ ορίζοντα την άκρη
που περπατούν τα όνειρα και η ζωή μου όλη
ζυγίζεται απάνω τους και προχωρά κεφάτη

στο ίδιο τσούρμο όλοι μας, στο ίδιο το καράβι
άλλα κοινά τα όνειρα και άλλα χωρισμένα
και ‘γω συνέχεια σκέπτομαι το τρυφερό το χάδι
από γυναίκες ξωτικές σε κάποια μέρη ξένα.

Χαθήκαν τα στερνά βουνά κι αρχίζει να νυχτώνει
ολονυχτίς στο πέλαγος και η πατρίδα πίσω
ο τιμονιέρης σταθερά κρατάει το τιμόνι
και μια φωνή στη σκέψη μου ρωτά αν θα γυρίσω.

Ναί, θα γυρίσω βέβαια αλλά δεν ξέρω πότε
ούτε το βάζω για σκοπό και τάμα της ζωής μου,
εάν το φέρουν οι στιγμές θ’ αποφασίσω τότε
με τις συνθήκες πάντοτε και με τη θέλησή μου

Φθινόπωρο 1968 Σελίς 132

Αναχωρώ και πίσω μου ο Αμαζόνας μένει
τον λέγαν οι ιθαγενείς, φίδι, της γης η μάνα (Amarú Mayú)
που του ταιριάζει πιο πολύ μα τ’ όνομά του μένει
όπως το μετονόμασε τότε ο Ορελιάνα*
*Francisco de Orellana. Ισπανός πλοίαρχος που διέπλευσε τον Αμαζόνιο, ψάχνοντας το Eldorado
την μυθική πόλη με τα χρυσά τείχη

όταν του επιτέθηκαν γυναίκες στην πορεία
και στο μυαλό του τ’ όνομα των Αμαζόνων ήρθε
-είχε διαβάσει κι ήξερε από μυθολογία
τό ‘γραψε στα τετράδια του κι έτσι στους χάρτες μπήκε.

Ο Αμαζόνας πίσω μου, και τώρα στο Καράκας
τα λιγοστά μου χρήματα εδώ ξαναμετράω
ρωτάω για τα έξοδα μην πάθω καμιά πλάκα
έχω λεφτά να κοιμηθώ μα όχι και να φάω

έχω κερδίσει τη ζωή κι αυτό μετράει μόνο
ξαλάφρωσα και λεύτερος μες στη ζωή πετάω
μια νύχτα δίχως φαγητό περνάει δίχως πόνο
στ’ αεροπλάνο πιο πολύ αύριο θα ξαναφάω

και με τη σκέψη μου αυτή στο δρόμο περπατάω
ανέμελα και άσκοπα μέχρι που σκοταδιάζει.
Πρωί με το ξημέρωμα και δίχως να πεινάω
Απ’ το ξενοδοχείο μου ένα ταξί με βγάζει

στ’ αεροδρόμιο στις επτά και φεύγω σε δυο ώρες
που μέσω Παναμέρικαν Νέα Υόρκη πιάνω
μια τελευταία αλλαγή, αλλάζω πάλι χώρες
κι ένας αέρας δροσερός στο Μόντρεαλ σαν φτάνω

που μου χαϊδεύει το κορμί, το είναι μου δροσίζει
που στέλνει μια πνοή ζωής στην καθαρή μου σκέψη
μαζί με την επιθυμιά που τώρα καθορίζει
να συνεχίσω τη ζωή μέχρι που θα αντέξει.

Ιούνιος 1969 Σελίς 138

Απάνω στις ψηλές κορφές το δρόμο συνεχίζω
έχω δυο “χίπις” συντροφιά που απλυσιά βρωμάνε
ξέσκεπο έχω το Εμ Τζι τη βρώμα ν’ αποφύγω,
βρώμικη και η γλώσσα τους οι δυο τους σαν μιλάνε

σε μένα πάντως φέρονται με περισσή ευγένεια
αναγνωρίζουν φαίνεται ότι τους κάνω χάρη
και προς της δύσης τη μεριά γραμμή μενεξεδένια,
ο ουρανός τη θάλασσα έχει για μαξιλάρι

τα σύννεφα στα πόδια μου κι η θάλασσα στο βάθος
είναι στιγμή της έξαψης που δεν είχα προβλέψει
ο Μέγας ο Ωκεανός με το τεράστιο πλάτος
πολλά τα συναισθήματα πού ‘χω ανακατέψει

Με βγάζει απ’ τις σκέψεις μου, ο σύντροφος ο χίπη
κι εκεί στην άκρη μιας στροφής ζητά να σταματήσω,
είναι μια τρύπα στο βουνό που θέλει να μου δείξει
κι αρχίζει να μου εξηγεί προτού να τον ρωτήσω:

-Το τρένο από το βουνό σαν πάρει κατηφόρα
όλο και γρηγορότερα αρχίζει να πηγαίνει
και μπαίνει στο λαβύρινθο να του κοπεί η φόρα
και πάει με ταχύτητα λιγότερη σαν βγαίνει.

Βανκούβερ και απόγευμα στης θάλασσας την άκρη,
τα κυματάκια παίζουνε και σιγομουρμουρίζουν
το χέρι μου μες στο νερό μπαίνει για να τα πιάσει
και κείνα μου το γλείφουνε και με καλωσορίζουν

η μυρωδιά της θάλασσας γεννά ιδέες μύριες
δίνει στη σκέψη υλικό για νά ‘χει να δουλέψει
να φτιάξει νέα όνειρα στόχους μαζί κι ελπίδες
και πάν’ απ’ όλα δύναμη για να μπορεί ν’ αντέξει

εκείνες τις κακοτοπιές π’ απρόσμενα περνάμε,
τη θέληση να μην μπορεί κάτι να την προδώσει
κι οι εμπειρίες που παντού εμάς ακολουθάνε
δίνουν αξία στη ζωή μέχρι που να τελειώσει.

Οι χίπις μείνανε εδώ κι είναι νωρίς ακόμη
κι εγώ στους δρόμους οδηγώ να πάρω μια ιδέα
να δω την πόλη πιο πολύ, να σχηματίσω γνώμη
μα σίγουρα η θάλασσα την κάνει πιο ωραία

πρώτη φορά σε θάλασσα του Καναδά πηγαίνω
κι αν ήθελα στη θάλασσα μόνιμα για να ζήσω
την αύρα τη θαλασσινή μόνιμα ν’ ανασαίνω
σε τούτη τη γωνιά της γης πρέπει να κατοικίσω.

Ιούλιος 1977 Σελίς 166

Τα χρόνια γρήγορα περνούν και έχω συνηθίσει.
Δεν σκέπτομαι πως υστερώ απ’ τους κοινούς ανθρώπους
από το σπίτι στη δουλειά κι απ’ τη δουλειά στο σπίτι
και θά ‘ταν πολυτέλεια να πάμε σ’ άλλους τόπους

μόλις που φτάνουν τα λεφτά για του παιδιού το γάλα
για του σπιτιού τα έξοδα και για το φαγητό μας
μόνο τα απαραίτητα, κι αφήνουμε τα άλλα
σε χώρο απλησίαστο μέσα εις το μυαλό μας

κι αν την Ελλάδα στου μυαλού το βάθος έχω θάψει
-ποτέ μου δεν ανέχτηκα τη γραφειοκρατία-
κάποια φλογίτσα ταπεινή στη σκέψη έχ’ ανάψει
αλλά το ξέρω σίγουρα, δεν είναι νοσταλγία

μόνο στους γέρους τους γονείς λίγη χαρά να δώσω
και να γιορτάσουμε μαζί τη βάφτιση του γιου μου
είναι λιγάκι δύσκολο μα θα το κατορθώσω
αν από τώρα τη γραμμή χαράξω του σκοπού μου

Και ο σκοπός που έβαλα με φέρνει πάλι πίσω
πάνω απ’ τα γυμνά βουνά πετά τ’ αεροπλάνο,
τον τόπο που γεννήθηκα σε λίγο θα πατήσω
και που και που τη σκέψη μου τη βρίσκω και τη χάνω

Δεκαεφτά στο σύνολο τα χρόνια όπου λείπω
και στο μυαλό στριφογυρνούν κάποιες παλιές εικόνες,
σκηνές παλιές που μπόρεσα ξανά να αναστήσω,
που είναι τόσο μακρινές, λες κι έλειψα αιώνες

[23]

Ιοὐνιος 1983 Σελίδες 179-180
Σαν αϊτός με τα φτερά από καιρό σπασμένα
μέσα στον κάμπο περπατώ και έχω τη φωλιά μου
και έχω πια συμβιβαστεί μ’ αυτά τα δεδομένα
αλλά δεν παύει αϊτού να είναι η καρδιά μου

και να χτυπάει δυνατά όταν κοιτώ στα ύψη
και βλέπω τις βουνοκορφές, λημέρια περασμένα
λημέρια που απρόσιτα μου τα κρατά η τύχη
μα καθαρά στη σκέψη μου είναι συγκρατημένα

και δοκιμάζω που και που λιγάκι τα φτερά μου
κάνω πετάγματα δειλά να δω την αντοχή μου
και μιαν ελπίδα συντηρώ όσο μπορώ κοντά μου
όπου μου δίνει δύναμη να ζήσω τη ζωή μου

είναι ο χαρακτήρας μου που δεν μπορεί ν’ αλλάξει
που οτιδήποτε συμβεί στη γη όπου και νάμαι
οι πόθοι παραμένουνε οι ίδιοι και στην πράξη
αυτός που είμαι ήμουνα κι αυτός που είμαι θάμαι.

Με μικροφτερουγίσματα π’ αρχίζω για να κάνω
φτάνω σε τόπους κοντινούς και είναι η δουλειά μου
με τους πελάτες να μιλώ στο μέτρημα απάνω
και με τα εξαρτήματα, υπευθυνότητά μου

νάναι η μέτρηση σωστή και η κατασκευή τους
κι όταν αντικατασταθούν να μπουν και να δουλέψουν
χωρίς κανένα πρόβλημα και η απόδοσή τους
αυτή που υποσχόμαστε πως πρέπει για να έχουν

κι αυτό το “ψάξε το γιατί” που ο Ντομίνγκο Ντίας
μου είπε χρόνια πιο μπροστά εκεί στη Βραζιλία
πάντα το έχω στο μυαλό και είναι η αιτία
που έκανα και αίτηση για ευρεσιτεχνία.

Το χθες δεν είναι αρκετό και πρέπει να αλλάξει
γιατί αν παραμένουμε στα ίδια και στα ίδια
χωρίς καμία αλλαγή πρόοδος δεν υπάρχει.
Τώρα την κωνικότητα μετράω με ακρίβεια

και αποκτώ σιγά-σιγά εκτίμηση και κύρος
και τον παλιό μου εαυτό με τον καιρό πλησιάζω
αν και το ξέρω σίγουρα δεν είμαι πια ο ίδιος
όμως αρχίζω στο εξής νέους σκοπούς να βάζω.
………………………………………….
Κι αυτός ο πόθος μέσα μου που έχω φυλακίσει
και χρόνια τώρα δέσμιος δικαίωση ζητάει
να ξεχυθεί ακράτητος σ’ ανατολή και δύση
να προχωρά στο άγνωστο και να μην σταματάει,

πιέζει, διαμαρτύρεται, φωνάζει, επιμένει
μου λέει πως θα σεβαστεί όλες τις περιστάσεις
και βλέπω μια επιλογή μόνο να απομένει
να τον αφήσω μια φορά, έστω να δοκιμάσει

κι όλο πετάω πιο ψηλά και τα φτερά κρατάνε
αλλά διστάζω ν’ ανεβώ σε πιο μεγάλα ύψη
έχω γυναίκα και παιδιά όπου με καρτεράνε
και δεν μποράω για πολύ να λείψω απ’ το σπίτι

τα βάρη και αντίβαρα συχνά υπολογίζω
και τα μπερδεύω με αυτά τα πρέπει και δεν πρέπει
και από τα μπερδέματα βγαίνω κι αποφασίζω
πως τη δική του τη σειρά ο πόθος τώρα έχει.

Η πρόταση στο Λαμπραντόρ είναι για να δουλέψω
που σύντομα δυο μύλοι μας εκεί τοποθετούνται
και που την τοποθέτηση πρέπει να επιβλέψω
κι από αυτήν την πρόταση οι πόθοι μου κρατιούνται

κι αφού για μέρες ζύγισα όλες τις περιπτώσεις
είπα εις την γυναίκα μου που είχε αντιρρήσεις
πως για να πάρεις στη ζωή πρέπει κι εσύ να δώσεις
και τα υπέρ και τα κατά πρέπει να τα ζυγίσεις

σαν μονταδόρος έζησα κομμάτι της ζωής μου
που ήταν υπεραρκετό να μείνω εθισμένος
κι είναι ανυποχώρητος ο πόθος της ψυχής μου
που τόσα χρόνια βρίσκεται στα βάθη της κρυμμένος

 [26]Φεβρουάριος 1985 Σελίς 190
Οπόθος για το άγνωστο κυκλοφορεί στο αίμα
κι όσο το αίμα μου κυλά αυτός δεν σταματάει
κάθε καινούρια μου στιγμή είναι ζωή για μένα
και με τον πόθο η ζωή αντάμα προχωράει

κάθε καινούρια μου στιγμή, ένα κομμάτι πόθου
και κάθε μια προσπάθεια του πόθου ‘ναι παιδί του
που μπαίνει μέσα στην καρδιά της σκέψης και του μόχθου
και που συνέχεια προσπαθεί να βρει τη λύτρωσή του

είναι η νέα μου δουλειά στην πολιτεία Γιούτα
στο πιο μεγάλο ανοικτό* στον κόσμο ορυχείο
και χαίρομαι που βρίσκομαι εδώ στα μέρη τούτα
μακριά από του Καναδά το τσουχτερό το κρύο.

Από τις πρώτες επαφές που είχα με τον κόσμο
μένω με την εντύπωση πως μένω σε μια πόλη
που λειτουργεί καλλίτερα από αλλού ο νόμος
και είναι άκρως φιλικοί οι κάτοικοί της όλοι

Είναι οι περισσότεροι στο θρήσκευμα Μορμόνοι
και σ’ άλλα χρόνια πιο παλιά με το Θεό μιλούσαν
κι ακολουθούν τις εντολές και σήμερα ακόμη
γιατ’ είχανε υποσχεθεί ότι θα τις τηρούσαν

ο αρχηγός τους ο Τζων Σμιθ έγραψε σε βιβλίο
εκείνα όπου ο Θεός του είπε για να γράψει
κι ήρθε και πάλι ο Θεός σε ώριμο σημείο
και είπε κάποια πράγματα πως πρέπει να αλλάξει

1996 Ντεγιάν, Κίνα Σελίς 218
Μέσα στους δρόμους περπατώ και θέλω να γνωρίσω
τον κόσμο που’ ναι γύρω μου, τη συμπεριφορά του
στη σκέψη και στους τρόπους του θέλω να ακουμπήσω
να κάτσω στην παρέα του, να νιώσω την χαρά του.

Πιο πέρα απ’ τον κεντρικό τον δρόμο προχωράω
εκεί που καθημερινά οι άνθρωποι βαδίζουν
την κάθε μια τους κίνηση εδώ παρατηράω
τι τρώνε, που δουλεύουνε κι ακόμα τι ψωνίζουν

τους οδηγούς στα τρίκυκλα πετάλι να βαράνε
να κουβαλούν στην αγορά γυναίκες να ψωνίσουν
στα μαγειρεία τα μικρά που μπαίνουν για να φάνε
και μερικούς που προσπαθούν κάτι για να πουλήσουν

βλέπω μια γριούλα να πουλά σανδάλια χορταρένια
με νόημα τηνε ρωτώ να δω πόσο κοστίζουν
χρήση δεν έχουνε καμιά, μα όμορφα πλεγμένα
για σουβενίρ από εδώ νομίζω πως αξίζουν

μου δείχνει πέντε δάχτυλα. Πέντε γουέν της δίνω
στο Μόντρεαλ ένα καφέ να πιεις μ’ αυτά δεν φτάνουν
Δεν το φαντάστηκα ποτέ και έκπληκτος θα μείνω,
πως τα σανδάλια μοναχά πέντε δεκάρες κάνουν

παίρνει η γριούλα τα λεφτά, στα χέρια τα κρατάει,
κι αφού κρατά μισό γουέν τα ρέστα επιστρέφει,
με όποια μέτρα και σταθμά θα πρέπει να πεινάει
(έξι γουέν κινέζικα ένα δολάριο έχει).

Σελίς 219
Πάω το μήνα μια φορά στην τράπεζα της Κίνας
και βγάζω όσα χρήματα χρειάζομαι να περάσω
έχω μια τσέπη με λεφτά μέχρι να βγει ο μήνας
μα δεν φοβήθηκα ποτέ μην τύχει και τα χάσω

αν κάποιος αποπειραθεί να κλέψει ένα ξένο
στον τοίχο θα τον στήσουνε και θα τον εκτελέσουν
αυτό μου έχει πει ο Μα και είναι δεδομένο,
αφού στην τηλεόραση όλοι αυτό το βλέπουν

βάζουνε τους κατάδικους μπροστά σε ένα τοίχο
με τα κεφάλια τους σκυφτά στο όρθιο τους το σώμα
και μιας κροταλιστής ριπής ακούγεται ο ήχος
και όλοι τους διαδοχικά σωριάζονται στο χώμα.

Σελίς 228 Η παγοθύελλα του Μόντρεαλ 1998
Ηφύση που ζωγράφισε κι ακόμα ζωγραφίζει
με άπειρες σε χρώματα και τέχνη πινελιές της
τα ηλιοβασιλέματα, τη θάλασσα ν’ αφρίζει
τους σταλακτίτες που στης γης κρύβονται τις στοές της

τους λουλουδένιους τους αγρούς γεμάτους χαμομήλια
τα ποταμάκια που κυλούν ήρεμα τα νερά τους,
τα φύκια μες στη θάλασσας τον πάτο, τα κοχύλια
κάτι φαράγγια που ριγείς μονάχα στη θωριά τους,

ζωγράφισε για σήμερα στην πόρτα μου απ’ έξω
εικόνα που την λάτρεψα απ’ τη στιγμή την πρώτη
πρώτη φορά στη ζήση μου και πώς να το χωνέψω
πως τούτη δω η ομορφιά σύντομα θα τελειώσει.

Μία εικόνα σκάρωσε σε φόντο μολυβένιο
και κρυσταλλένια φορεσιά φόρεσε στα δεντράκια
τα πεζοδρόμια έντυσε σεντόνι κρουσταλλένιο
και κρέμασε απ’ τις σκεπές μακρόστενα παγάκια

που όλο μεγαλώνουνε με το νερό που πέφτει
κι αυξάνεται το βάρος τους όσο περνά ο χρόνος
κι όλο αυτό το θέαμα που μ’ έχει σαγηνεύσει
σιγά-σιγά μας γίνεται βραχνάς βαρύς και πόνος.

Από το βάρος το πολύ τα δέντρα δεν αντέχουν
σπάνε και πέφτουν κατά γης κι ο πάγος η αιτία
και κλίνουν πεζοδρόμια και δρόμους όπου πέσουν
και τώρα δυσκολεύεται και η συγκοινωνία

από το βάρος τα πολύ σπάνε και τα καλώδια
και μένουν δίχως φωτισμό και θέρμανση τα σπίτια
και οι αρχές δεν έχουνε προγράμματα κι εφόδια
να τρέξουν όπου χρειάζεται να δώσουνε βοήθεια

Υδρο-Κεμπέκ και ο στρατός και η αστυνομία
πυρετωδώς δουλεύουνε να αποκαταστήσουν
το ρεύμα, την ασφάλεια και τη συγκοινωνία
μα δεν μπορούν το πρόβλημα αμέσως να το λύσουν.

Με τα κεράκια για το φως κάτι μπορεί να γίνει
και του σπιτιού η ζεστασιά για λίγο παραμένει
μα σαν περνάει ο καιρός η ζέστη παραδίνει
στο ψύχος που σιγά-σιγά μέσα στα σπίτια μπαίνει

γκρεμίστηκε απ’ τη σκεπή τώρα και η αντένα
και έπεσε με πάταγο στην πίσω την αυλή μου
σίδερο μα δεν άντεξε και φαίνεται σαν ψέμα
που δεν χωρά καλά-καλά μέσα στη λογική μου.
229
Δεν είναι έτσι ευτυχώς ολόκληρη η πόλη
κάπου υπάρχει φωτισμός και κάπου δεν υπάρχει
μα κι αν δεν είν’ οι κάτοικοι στην ίδια μοίρα όλοι
δεν ξέρεις αύριο η σειρά για σένα μπορεί νάρθει

όλα πηγαίνουν κι έρχονται και παίζονται στην τύχη
σήμερα έχεις φωτισμό και αύριο δεν έχεις.
Στα καταφύγια που ‘χουνε οι δήμοι προσδιορίσει,
χώρο ζεστό να κοιμηθείς το σύστημα παρέχει

το στρώμα τους στο δάπεδο, ένας κοντά στον άλλο
κοιμούνται όσοι χάσανε τη θέρμανση στο σπίτι,
και στην ανάγκη δεν μπορούν να κάνουν τίποτ’ άλλο
μα να ελπίζουν μοναχά στην εύνοια της τύχης.

Τέσσερις μέρες σήμερα το σπίτι δίχως ρεύμα
κι έχουμε από το μηδέν κάποιους βαθμούς πιο κάτω
τέσσερις μέρες άπλυτοι κι αυτό δεν είναι ψέμα
δύσκολα το ανέχομαι άπλυτο σώμα να’ χω

από το κρύο έχουμε όλοι σχεδόν παγώσει
κι ελπίζουμε σε θαύματα κοιτώντας τις κουρτίνες
μαρτύριο η απλυσιά που δεν θα τελειώσει
εάν δεν τρέξει το νερό ζεστό μες στους σωλήνες

το καταφύγιο θεωρώ σαν τελευταία λύση
μα όμως αντιστέκομαι πριν για εκεί τραβήξω
κάποιες ιδέες στο μυαλό δεν έχω εξαντλήσει
μα δεν θα φτάσω πουθενά εάν δεν προσπαθήσω.

Δουλεύουνε πυρετωδώς όλα τα συνεργεία
με τα πριόνια κόβουνε τα δέντρα μες στο δρόμο
τα χιόνια καθαρίζουνε και η συγκοινωνία
δύσκολη μα υποφερτή. Κυκλοφορεί ο κόσμος.

Μέσα στο αυτοκίνητο κι οι τέσσερις μπασμένοι
ξενοδοχείο ψάχνουμε όπου υπάρχει ρεύμα
τέσσερις ώρες ψάχνουμε, επιλογή δεν μένει
γιατ’ όλα τα δωμάτια είναι κατειλημμένα

μ’ όλους τους φίλους μίλησα, ρεύμα κανείς δεν έχει
δυο απ’ αυτούς τη βγάζουνε στο αναμμένο τζάκι
με κάλεσαν στο σπίτι τους και στου τζακιού τη ζέστη
μα για να πάω άπλυτος, πολύ θα με πειράξει.

Νότια Κορέα 1999

Μία γλυκιά και απαλή αιθέρια συμφωνία
που συνοδεύει ρυθμικά ο ήχος μιας καμπάνας
και οι Βουδίστριες μοναχές σε τέλεια αρμονία
σ’ ένα πεδίο οπτικό από τα πλέον σπάνια

μ’ ένα γλωσσίδι ξύλινο χτυπάνε την καμπάνα
που κρέμεται απ’ έξω της σε οριζόντια θέση,
με πενιχρά ιμάτια καλύπτονται τα πάντα
εκτός από την κεφαλή που απ’ αυτά εξέχει

και έχουνε ολοσχερώς την κεφαλή ξυρίσει
-δεν ξέρω ούτε και ρωτώ αν έχει κάποια σχέση-
μονάχα που το θέαμα με έχει συγκινήσει
και κάποια άγνωστη πτυχή ανοίγει μες στη σκέψη.

Κι αν είναι τούτη η σκηνή που παρακολουθάω
ρουτίνα καθημερινή σε κάθε μοναστήρι
αισθάνομαι κατάνυξη κι ολότελα ξεχνάω
τις όποιες πίκρες με κερνά της ζήσης το ποτήρι

Σήμερα στην πρωτεύουσα του βασιλείου Σίλλα,
στο Κυονζού, μια άγνωστη για μένα ιστορία
και άγνωστος πολιτισμός όπου γι’ αυτόν δεν είδα
να γράφουν κάτι σχετικό τα σχολικά βιβλία

εδώ σε τούτες τις πλαγιές σμίγει η ιστορία
με θρύλους, με αλήθειες με πλούτη και με τέχνη
μ’ αναφορές και με ναούς στου Βούδα τη λατρεία
και μία αίγλη παλαιά που σαν και τότε μένει

ήτανε τότε σε ακμή στον όγδοο αιώνα
κι ο βασιλιάς παράγγειλε καμπάνα για να φτιάξουν
μα όπως κι ο πατέρας του που προσπαθούσε χρόνια
τους στάθηκε αδύνατο να την κατασκευάσουν

κάθε καμπάνα πούχυναν έβγαινε ραγισμένη
και σύμφωνα με το χρησμό, καμπάνα να στεριώσει
μία παρθένα έπρεπε να έχουνε ριγμένη
μέσα στο κράμα του πολτού μαζί του για να λιώσει.

Την ώρα όπου ρίχνανε στην πυρωμένη μάζα
το κοριτσάκι πούχανε για το σκοπό διαλέξει
εκείνο μες στα κλάματα φώναζε για τη μάνα
και στην καμπάνα έμεινε η ύστερνή του λέξη

μαμά, μαμά κάθε φορά ακούγεται ο ήχος*
που η καμπάνα τον κρατά στα σπλάχνα της κρυμμένο
μία φωνή για τη μαμά να βοηθήσει ίσως
μα φεύγει αβοήθητο και παραπονεμένο.
*Γνωστή ως καμπάνα “em-ee-leh” Έμιλεχ στα Κορεάτικα σημαίνει μαμά

Σελίς 234
Μικροί λοφίσκοι στην πλαγιά, των βασιλέων τάφοι
που στον αιώνιο ύπνο τους μια πέτρα-μαξιλάρι
φαίνεται να ‘ναι αρκετή για να τους αναπαύσει
χωμένους μέσα σε σωρό με χώμα και χορτάρι

και πιο ψηλά προς την κορφή αίθουσες και καμπάνες
και βγάζω τα παπούτσια μου να μπω μέσα στους χώρους,
με προτομές και με ναούς τον Βούδα τον τιμάνε
κι ένας ναός ξεχωριστός ανάμεσα σε όλους,

που δίχως λόγια λέγεται. Λόγια για να εκφράσουν
του Βούδα την απέραντη κι ασύγκριτη σοφία,
ποτέ τους δεν ειπώθηκαν και ούτε θα υπάρξουν
όσο υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν ιστορία.

Δυο μέρες τώρα που κρατώ το δόντι μου σπασμένο
που κρέμεται στα χείλη μου χωρίς να με πονάει
μα να τελειώσει η δουλειά πρωτίστως περιμένω
γιατ’ όποια καθυστέρηση σε χρήματα μετράει

και το Σαββάτο το πρωί με παίρνει και με πάει
ο Τζιν στον οδοντογιατρό, την πόρτα του χτυπάμε
μια κοπελιά την άνοιξε και μας χαμογελάει,
στην πόρτα τα παπούτσια μας βγάζουμε και περνάμε

ο χώρος είναι άψογος, τα πάντα σε μια τάξη
τα χρώματα της αίθουσας τη σκέψη ξεκουράζουν,
ο Τζιν κι εγώ στον καναπέ έχουμε τώρα κάτσει
δυο κοπελιές χαμογελούν και όλο μας κοιτάζουν

ένα χυμό πορτοκαλιού κατόπιν μας κερνάνε
και έφτασε και ο γιατρός μετά από λιγάκι
άλλοι δεν περιμένουνε κι αφού τον χαιρετάμε
με πήρε στο δωμάτιο για να με εξετάσει

μ’ ένα μολύβι και χαρτί και σκίτσα συζητάμε
και τούτος κάνει πρόταση το δόντι να μου βγάλει,
λέω να κόψει το μισό και κάπου συμφωνάμε
και τη στιγμή της πληρωμής εκπλήσσομαι και πάλι

-τίποτα λέει δεν χρωστάς γιατί έχω αργήσει
συγνώμη όπου σ’ έκανα το χρόνο σου να χάσεις
(γύρω στα είκοσι λεπτά έχω υπολογίσει
την ώρα που περίμενα πριν ο γιατρός να φτάσει)

Μάρτιος 2001 Αραρακουάρα Σελίς 242

Έρχονται κι οι πελάτες μας να παρακολουθήσουν
πως γίνεται, πως προχωρά, με τι καθυστερήσεις
το τμήμα που τους αφορά και κάτι θα κερδίσουν
σε χρόνο και ποιότητα με κάποιες εισηγήσεις

πελάτες απ’ την Αφρική, τον Καναδά, την Κίνα
και γίνομαι και ξεναγός για να τους παρουσιάσω
ότι ζητούν να μάθουνε κι ανάμεσα σε κείνα
τα βράδια να ‘μαι συνοδός για να τους διασκεδάσω
.
Απρόσμενη κι ανέλπιστη αυτή η ευκαιρία
με νέους φίλους και παλιούς στη χώρα π’ αγαπάω
κι ήρθε καιρός να ξαναπώ, αντίο Βραζιλία
όσες στιγμές μου χάρισες ποτέ δεν τις ξεχνάω

Σελίς 243

τις μέρες της παραμονής μέχρι την τελευταία
όπου ο νόμος μου ‘δινε τις έχω πάρει όλες
φεύγω με την πεποίθηση, ζωή μου είσ’ ωραία
μ’ έφερες και με μάγεψες σε κάτι τέτοιες χώρες.

Μετρά ο αξιωματικός την ώρα όπου φεύγω
τις μέρες που παρέμεινα συνολικά στη χώρα
-μέσα στο όριο ακριβώς, σ’ αρέσει υποθέτω
εάν ο νόμος σ’ άφηνε θα έμενες ακόμα;

με λίγο κόπο κράτησα το δάκρυ μην κυλήσει
και το ‘κανα χαμόγελο σε μιας στιγμής τη σκέψη
-ο κόσμος και ο τόπος σου με έχουν συγκινήσει,
ποιος άνθρωπος μπορεί να πει ότι δεν του αρέσει;

255
2005[37]
Το πρώτο Πάσχα στο σπίτι μου
Γεμάτη κόσμο η αυλή, η τσιμεντοστρωμένη
μάστορες, γείτονες κι εμείς, στρωμένα τα τραπέζια
στη σούβλα ψήνουμε αρνί κι όλοι οι καλεσμένοι
πριν να ψηθεί καλά-καλά, κομμάτια με τα χέρια,

τραβάμε, δοκιμάζουμε, τσουγκρίζουμε ποτήρια
άφθονο ρέει το κρασί, πίνουμε, τραγουδάμε
παίρνουν και δίνουν οι ευχές, χαρές και πανηγύρια
γιατ’ είναι Πάσχα σήμερα, γιορτή όπου τιμάμε.

Στο φούρνο δεύτερο αρνί γιατί δεν τελειώνει
το φαγοπότι μονομιάς. Διαρκεί όλη τη μέρα,
μέρα χαράς, διπλή χαρά, μια μέρα που ενώνει
εδώ σε τούτη τη στιγμή, σε τούτον τον αέρα

εκείνους που δουλέψανε σ’ αυτά εδώ τα σπίτια
εμάς που χρόνια είχαμε για να ξαναβρεθούμε
και για να ζήσουμε μαζί την ίδια την αλήθεια
όπως τη ζούσαμε παλιά πριν αποχωριστούμε
.
Εδώ, σε χρόνια πιο παλιά, της πασχαλιάς τη μέρα,
στην ίδια τούτη την αυλή γύρω απ’ το σοφρά μας
έξι σκαμνάκια βάζαμε, η μάνα κι ο πατέρας
και άλλοι τέσσερις εμείς, η οικογένειά μας,

με ένα κόκορα ζεστό μες στου σοφρά τη μέση
και με ψωμί χωριάτικο στο φούρνο μας ψημένο
κάναμε πρώτα προσευχή κι η μάνα πρώτη θέση
κράταγε το ποτήρι της με χέρι υψωμένο

και έκανε μία ευχή, την ίδια κάθε χρόνο,
του χρόνου ισιοκέφαλοι όλοι μας να βρεθούμε.
Πέντε κεφάλια είμαστε αυτό το Πάσχα μόνο,
λείπει της μάνας που ποτέ δεν θα την ξαναδούμε.

Εδώ στο μέρος π’ άρχισε ο κύκλος της ζωής μου,
όταν θα έλθει ο καιρός ο κύκλος για να κλείσει,
στο ίδιο μέρος να βρεθώ, χαρά και θέλησή μου
κι από τους χτύπους η καρδιά, εδώ να σταματήσε
ι
εδώ τα πρώτα όνειρα, το πρώτο καρδιοχτύπι
από εδώ ξεκίνησα τον κόσμο να γνωρίσω
κι εδώ θα απολογηθώ πριν η ζωή μου λήξει
και τη ζωή στη ζυγαριά θα βάλω να ζυγίσω.

Ποτέ μου δεν μετάνιωσα, δεν ζήτησα συγνώμη
πήρα τις αποφάσεις μου και με εκείνες μένω
και αν την ύστατη στιγμή χαμογελώ ακόμη
σημαίνει πως στη ζυγαριά εβγήκα κερδισμένος.

σελίς 256
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Μία ζωή ολόκληρη στης γης τα μονοπάτια
έψαξα να ΄βρω τι ζητώ, ποιος είμαι, που ανήκω.
Σκόρπια τη βρήκα τη χαρά, πολύ μικρά κομμάτια
όπου για λίγο μπόρεσα στα χέρια να κρατήσω.

Μία ζωή το άγνωστο το είχα βάλει στόχο
και έριξα τα βέλη μου κι απάνω καβαλάρης
μαζί τους εταξίδευσα στον άγνωστό μου τόπο
όσο το βέλος που ‘ριξα άντεξε να με πάει

έψαξα να ‘βρω το γιατί, να λύσω απορίες
πολέμησα και κέρδισα ή βγήκα ηττημένος
είμαι γεμάτος με πληγές και χίλιες ιστορίες
μα έφτασα μέχρις εδώ ικανοποιημένος

κι αν την αξία της ζωής βάλθηκα να μετρήσω,
στο μέτρημά της ορισμοί δεν βλέπω να χωράνε
μα τις στιγμές που χάρηκα εάν θα ξεχωρίσω
σε κομματάκια χωριστά που τη χαρά κρατάνε

και που κρατώ στης θύμησης τα άπειρα ντουλάπια,
θα πω ο κόπος άξιζε που έζησα ως τώρα.
Χαίρομαι που περπάτησα στης γης τα μονοπάτια,
και τους καρπούς που τρύγησα σε κάθε μία χώρα.

Ατίθασος γεννήθηκα, τσιγγάνος, ταξιδιάρης
και όσο ζω, και όπου ζω και όπου ταξιδεύω
κι ως την ημέρα που θα ρθει ο χάρος να με πάρει
κάθε καινούργιο με τραβά και πάντα το γυρεύω

και τους ανθρώπους που τηρούν τιμή κι αξιοπρέπεια
τους σέβομαι, τους εκτιμώ και φίλους μου τους κάνω
όσο κερνάει η ζωή χαρά, κι έχει συνέχεια
και όσο στέκομαι ορθός στα πόδια μου επάνω.

Όπου υπάρχει η αρχή, ακολουθεί το τέλος
έτοιμος είμαι να χαρώ κι έτοιμος να πεθάνω
κάθε καινούργια μου στιγμή τη νοιώθω και τη θέλω
κι όσο πιο λίγες οι στιγμές, αξίζουν παραπάνω

Posted in Ποίηση.