Ποιήματα του Δημήτρη Φάββα ΙΙ

 

Πόθος και Χρόνος

Περνά ο χρόνος σε δρομάκια που ορίζει
στη θύμησή μου, στην ψυχή μου και στο σώμα
μ’ ένα πινέλο μιαν εικόνα χρωματίζει
με ανεξίτηλο απ’ τη ζωή μου χρώμα

με αυλακιές το πρόσωπό μου χαρακώνει
και τα μαλλιά μου με το χιόνι τα σκεπάζει
και ασταμάτητα τις πινελιές απλώνει
να φτιάξει κάτι που με μένα θα ταιριάζει

χαλάει , φτιάχνει και ποτέ δεν σταματάει
μόνο τον πόθο δεν τολμά να τον αγγίξει
γιατί ο πόθος τη ζωή μου κυβερνάει
και δίχως πόθο δεν μπορεί κανείς να ζήσει

κι όταν θα κουραστεί ο πόθος κάποια μέρα
και στο αιώνιο μαξιλάρι ξαποστάσει
τότε κι ο χρόνος θα αφήσει τα πινέλα
κι άχρηστη πλέον την εικόνα θα πετάξει.

Αν δεν έλειπε τίποτα

Αν δεν έλειπε τίποτα, αν τα είχαμε όλα
πόσο άρα θα άξιζε για εμάς η ζωή;
πώς θα κάναμε όνειρα, πώς θα βάζαμε στόχους;
σαν τα ζώα θα βόσκαμε το χορτάρι στη γη

στον πλανήτη ολόκληρο όλα θάτανε ίδια
και ο έρωτας άχρηστος, οκνηρός, υπναράς
στα σοκάκια θα γύριζε δίχως τόξο και βέλη
αφού ίδια θα ήτανε για εμάς η χαρά

και το σεξ πώς θα ήτανε; μιας στιγμής συνουσία
που θα τέλειωνε γρήγορα σε μια μόνο φορά
και ανάγκη δεν θάχαμε να κερδίσουμε κάτι
αφού ότι κι αν θέλαμε θα βρισκόταν μπροστά

αν δεν έχουμε τίποτα, όταν όλα μας λείπουν
τότε μόνο θα ψάξουμε κάθε μία γωνιά
και σκληρά θα δουλέψουμε για να βρούμε το κάτι
που μας δίνει απόλαυση, που μας φέρνει χαρά

και για τούτο κινούμαστε και συχνά ξαγρυπνάμε
για να φτιάξουμε όνειρα να μας φέρουν κοντά
στο σκοπό όπου βάζουμε στη φωλιά ενός πόθου
στην ελπίδα που βρίσκεται στην καρδιά που χτυπά

Κι έτσι γεννήθηκα
Από της θάλασσας την αύρα που δροσίζει,
τη μυρωδιά από τα φύκια τα νωπά,
την αμμουδιά που τη στεριά την ξεχωρίζει
από τον όγκο με τα πλέρια τα νερά,
από τα ψάρια όπου στο βυθό βοσκάνε
από τους γλάρους που ψαρεύουν στα ρηχά,
από τα κύματα που έρχονται και πάνε
πήρε ο πλάστης μου και έφτιαξε μαγιά

από τους αϊτούς που λεύτεροι πετάνε
από τα φίδια που φωλιάζουν στις σχισμές
από τ’ αγρίμια που τη λεία κυνηγάνε
απ’ τα ποτάμια μέχρι τις βουνοκορφές,
από τα έλατα τα πεύκα τα πλατάνια
και το κρυστάλλινο της βρύσης το νερό
ο πλάστης άρχισε να φτιάχνει τα χαρμάνια
και ανακάτευε τον άμορφο πολτό

έριξε κεραυνούς στην άμορφη τη μάζα
για να της δώσει τη ζωή με τη φωτιά,
οι κεραυνοί και ο πολτός γίνανε λάβα
και άρχισε για να χτυπάει μια καρδιά.
Γέμισε τότε το πιθάρι του με χώμα
είπε στον Έρωτα να κάνει μια ευχή
κι ενώ χτυπούσε η καρδιά μέσα στο σώμα
το έβαλε στο φούρνο μέσα να ψηθεί

το αποτέλεσμα δεν ήξερε πιο θα ‘ναι
κι όπως περίμενε ο πλάστης για να δει
από το φούρνο έξω πήδηξα και να ‘μαι
χωρίς να ξέρω τι ζητάω εις τη γη.
Φωνές που μου φωνάζουν, πόθοι που με καίνε
-ποτέ δεν θα προφθάσω  ν’ ανταποκριθώ-
οι πεθυμιές μου μου φωνάζουνε και λένε,
γρήγορα τρέξε, δεν σου μένει πια καιρός

Ο πόθος, της ζωής ελιξήριο

Στην πορεία που βάδισα και ακόμα βαδίζω
οι στιγμές όπου έζησα και εκείνες που ζω
με τον πόθο ταυτίζονται, της ζωής ελιξήριο
και ο πόθος παρέμεινε της ζωής μου σκοπός

στα δρομάκια που πέρασα και αυτά που περνάω
με τον πόθο στο πλάι μου της ψυχής οδηγό
το κρασί του με πότισε που ποτέ δεν ξεχνάω
και τη γεύση του έβαλα της ζωής μου σκοπό

μια πορεία στο άγνωστο με τον πόθο παρέα
μα ο πόθος αθάνατος δεν υπήρξε ποτέ
κι αν ο χάρος τον πόθο μου μου τον πάρει μια μέρα
τι αξία θα έχουνε όσες μείνουν στιγμές;

δίχως πόθο δεν θά’ θελα μια στιγμή για να ζήσω
κι αν πεθάνει ο πόθος μου θα πεθάνω κι εγώ
μα στον πόθο ο θάνατος προχωρά λίγο-λίγο
και αν ζω τις ημέρες μου με τον πόθο μισό,

ποιος θα βάλει τα όρια αν αξίζει και πόσο
μ’ έναν πόθο ανάπηρο τη ζωή μου να ζω
ποιος θα κόψει το νήμα μου αν χρειαστεί να το κόψω
όταν θα’ μαι ανίκανος να το κάνω εγώ;

Κερνά ο έρωτας κρασί κι ο χάρος δίπλα καρτερεί

Κερνά ο έρωτας κρασί
που πίνω και μεθάω
κι ο χάρος δίπλα καρτερεί
μαζί του για να πάω

κι ο πόθος βιάζεται πολύ
πίσω να μην αφήσει
όποια χαρά κι όποια στιγμή
μπορεί να διεκδικήσει

χάρος και έρωτας μαζί
τους ώμους μου ΄χουν πιάσει,
κερνά ο πόθος το κρασί
ο χάρος πριν μ’ αρπάξει

κάθε γουλιά, κάθε πνοή
ο χάρος τις μετράει
θέλει γεμάτη τη ζωή
όταν την κουβαλάει

αγκαλιασμένοι και οι τρεις
στο ίδιο μονοπάτι
που τραγουδάμε τη ζωή
πριν η καρδιά σωπάσει

Ο δικός μου δρόμος

Πάντοτε ήμουν και παρέμεινα εγώ
σκοπό μου έβαλα το άγνωστο να ζήσω
όλο τον κόσμο στο ποτήρι να τον πιω
μέχρι να έρθει η στιγμή που θα μεθύσω

και μεθυσμένο να με βάλουνε στη γη
κι όταν το χώμα δια παντός θα με σκεπάσει
τότε μετρήστε την αξία της ζωής
κι αν άξιζε ζητώ κανείς σας να μην κλάψει

δεν την μετράω τη ζωή με τα λεφτά
μα με τον έρωτα, τη γνώση, την αγάπη
με κάθε γεύση που μου φέρνει τη χαρά
όσο την ψάχνω στου ορίζοντα τα βάθη

σ’ αυτόν τον κόσμο που συνήθισα να ζω
που είναι βέβαια επιλογή δική μου
αυτό που θέλω και εκείνο που μπορώ
θα σημαδεύουν διαρκώς την ύπαρξή μου

με λένε άστατο ή και εκκεντρικό
και έχουν δίκιο με την σύγκριση που κάνουν
δεν περπατώ στον ίδιο δρόμο των πολλών
εκεί που θέλουν κάποιοι άλλοι να μας βάνουν

Αντρες γυναίκες (φιλοσοφικό)

Λένε πως είμαστε οι άντρες όλοι ίδιοι
και συμφωνώ αλλά σε ένα μοναχά
ότι τα μάτια μιας γυναίκας και τα χείλη
κάνουν του άντρα την καρδιά για να χτυπά

και όπως διαμορφώθηκε η κοινωνία
με κάποια πρέπει και δεν πρέπει κι ορισμούς
του κάθε άντρα μια καυτή επιθυμία
ζητάει πάντα ν’ ανατρέψει τους φραγμούς

δύσκολο είναι μα πολλοί το ξεπερνάνε
κι άλλοι λασκάρουν παντελώς τα χαλινά
και οι γυναίκες που εμάς κατηγοράνε
με κάποιους όρους συμφωνάνε τελικά

κι εγώ που ψάχνω το γιατί αναρωτιέμαι
αφού ο πόθος είναι κάτι φυσικό
θα ήταν άστοχο να κάτσουμε να λέμε
ότι η φύση προωθεί προς το κακό

λέτε πως είμαστε οι άντρες όλοι ίδιοι
και σεις γυναίκες το κρατάτε μυστικό
ενώ το θέλετε το άγγιγμα να γίνει
θέλετε κάτι να κερδίσετε μ’ αυτό

Ένα φύλλο στον αγέρα

ένα φύλλο αφημένο
στου ανέμου την πνοή
ένα φύλλο μαραμένο
που δεν έπεσε στη γη

με το φύσημα τ’ αγέρα
ταξιδεύει συνεχώς
με τον ήλιο της ημέρας
με την νύχτα δίχως φως

ένα φύλλο που δεν θέλει
μες στο χώμα να βρεθεί
ένα φύλλο που δεν θέλει
να σαπίσει, να χαθεί

θα υπάρχει εις την φύση
στου ανέμου την πνοή.
απ’ ανατολή σε δύση
μέχρις ότου διαλυθεί

Posted in Γωνιά των Φίλων, Ποίηση.