Ποιος μας κυβερνάει
Μία κλίκα κυβερνάει
οπουδήποτε στη γη
και αλλάζουν κυβερνήσεις
ως ο κώλος το βρακί
πράσινα βρακιά, γαλάζια
κόκκινα ή παρδαλά,
αποχρώσεις όσες θέλεις
όποιο χρώμα προτιμάς
το συμφέρον κατευθύνει
κάθε μία αλλαγή
κι αν αλλάξει κάτι θα ‘ναι
μοναχά ένα βρακί
κι οι πολίτες μας ψηφίζουν
πάντα δημοκρατικά
κι οι πολλοί αποφασίζουν
πιο βρακί έχει σειρά
Nov 12 2008
https://worldexperts.com/wp-admin/upload.php?item=341
Ο πέτρινος σταυρός
Όσες γυναίκες πόθησα χωρίς να τις αγγίξω
έχουνε μείνει μέσα μου για να με τυραννούν
κυκλοφορούν στο αίμα μου μ’ αν δεν τις ενοχλήσω
σε μια μορφή λανθάνουσα υπάρχουν και σιωπούν
αλλά συμβαίνει κάποτε μια πόρτα να ανοίξει
κι οι σκέψεις ξεπετάγονται και επαναστατούν
στιγμές που αντιστέκονται στο χρόνο και στη λήθη,
είναι κρυμμένες μέσα μου και όσο ζω θα ζουν
ένας σταυρός που κράτησα μέσα σ’ ένα ντουλάπι
φέρνει ξανά στη μνήμη μου μια άλλη εποχή
τα χρόνια που ταξίδευα σ’ όλης της γης τα πλάτη
κι αυτήν που μου τον δώρησε και που στη σκέψη ζει.
Οι αλλαγές που έκανε στο εισητήριό μου
κρατήσανε τουλάχιστον μια ώρα και μισή
τα μάτια της πανέμορφα, τα πιο γλυκά του κόσμου
μα μόνο την ανάσα της είχα για επαφή
ένα σταυρό μου χάρισε φτιαγμένο από πέτρα,
διεύθυνση και τηλέφωνο σε ένα καρτ-ποστάλ
κι έμεινα με το άρωμα ετούτης της γυναίκας
κι ο πόθος ανεκπλήρωτος μένει να την ζητά
την ήθελα και μ’ ήθελε, το είδα στη ματιά της
και μάλλον θα περίμενε πως στην επιστροφή
ο πέτρινός της ο σταυρός θα μ’ έφερνε κοντά της
μα είχα μια παράξενη, μοιραία λογική
το όνειρό μου ήτανε τον κόσμο να γυρίσω
και για εκείνη ένοιωθα μια έλξη δυνατή
για τούτο και φοβόμουνα μην τύχει κι αγαπήσω
και τα ταξίδια τέλειωναν σε μια γωνιά της γης.
Τα Κινέζικα σανδάλια
Μια γριούλα μόνη στο παζάρι κάποια μέρα
πλεγμένα πούλαγε σανδάλια από χόρτο
της μίλησα με νόημα, της είπα πόσο;
και κείνη μούπε πέντε, πάλι με τα χέρια
πέντε γουέν δεν είχαν δα καμιά αξία
μα ούτε και να τα φορέσω θα μπορούσα
ενθύμιο ήθελα μονάχα να κρατούσα
πέντε, την πλήρωσα και τα σανδάλια πήρα
τα χρήματα τα παίρνει κείνη, τα μετράει
και τεσσεράμισυ για ρέστα πίσω δίνει
είναι φτωχή μα θέλει τίμια να μείνει
πέντε δεκάρες μόνο του γουέν κρατάει
κανένας τα σανδάλια τούτα δεν φοράει
πέντε δεκάρες είναι άχρηστες στην πόλη
κι’η γριούλα μες στον ήλιο την ημέρα όλη
πέντε δεκάρες τα σανδάλια της πουλάει
έχουμε τ’αγαθά και δεν τα εκτιμάμε
μα όσοι τα στερούνται ξέρουν την αξία
μα ξέρουμε πως ζούμε στην ευημερία
όταν συγκρίνουμε οι άλλοι πώς περνάνε.
(Το Καναδικό δολάριο την εποχή εκείνη είχε σχεδόν 6 γουέν, κι εγώ δικαιολογούσα 60 δολάρια την ημέρα για καθημερινά μου έξοδα. Εκτός το ξενοδοχείο ύπνου που ήταν ξεχωριστός λογαριασμός).
κι έγινε η μετάγγιση σε μερικά λεπτά
μα αισθανόταν σιγουριά με κείνον στο πλευρό της
κι ας ήταν που τον έβλεπε για πρώτη της φορά
και κείνος μόλις τόμαθε προσφέρθηκε ευθύς
και μόλις ετελείωσαν αμέσως εσηκώθη
και έφυγε αθόρυβα χωρίς να συστηθεί
και μία μέρα κίνησε να πάει να τον βρει,
μ’ ένα λευκό πουκάμισο, πρόφαση που χρειαζόταν,
ένα δωράκι, κάτι τι για να συναντηθεί
γιατί χωρίς εσένανε δεν θά’μουν στη ζωή
κι αμέσως τον αγκάλιασε,του είπε: σου ανήκω
και κόλλησε τα χείλη της σ’ ένα ζεστό φιλί
κι ούτε στιγμή δεν σκέφτηκε ν’ αφήσει να χαθεί
αλλά της εξηγήθηκε χωρίς αργοπορία
πως δεν μπορεί με τίποτα αυτός να δεσμευτεί
κυλούσε μες στις φλέβες της σε κάθε μια στιγμή
κι έσμιγε με την τρέλα του και μέσα στο μυαλό της
συνέχεια τον σκεφτότανε σε όλη τη ζωή
σε νέες περιπέτειες, σε χώρα μακρινή
και όταν ξαναγύρισε είπαν πως ήταν διότι
στον τόπο που αγάπησε ν’ αφήσει την πνοή
και μία μέρα έφυγε χωρίς να πει για πού
μα κείνοι που την ξέρανε είπαν πως είχε μείνει
πιστή σε μία τρέλα της κάποιου παλιού καιρού
νεκρούς και που κρατούσανε τα χέρια τους σφιχτά
κι ο γιος της που τους έθαψε μαζί στον ίδιο τάφο
ευρήκε τον πατέρα του μα ήτανε αργά.

Κάπου υπάρχεις
Ο ύπνος σ’ έφερε στο προσκεφάλι μου εχτές το βράδυ
κι όταν σε άγγιξα ένοιωσα μέσα μου τόση χαρά
που δεν μου έδωσε σ’ όλη τη ζήση μου γυναίκα άλλη
ήτανε όνειρο μα δεν ξεχώρισα την διαφορά
τον τέλειο έρωτα μαζί σου έζησα και μες στη σκέψη
δίχως αντίρρηση βαθειά σφηνώθηκες και σταθερά
κι αφού το έβλεπες κι αφού το ήξερες πως μου αρέσεις
με ξαναρώτησες αν η αγάπη σου φέρνει χαρά
μονάχα δίστασα μια σου ερώτηση να απαντήσω
για μια υπόσχεση ότι για πάντοτε θα σ’ αγαπώ
μου ήταν δύσκολο, αν και δεν ήθελα να σε λυπήσω
για να σου έδινα μία υπόσχεση που δεν κρατώ
είπα πως ήθελα όσο γινότανε να σε κρατάω
να μην τελείωνε, να μην χανότανε τέτοια στιγμή
πως τα υπόλοιπα, δεν μ’ ενδιαφέρουνε, δεν τα μετράω
μόνο το σώμα σου και η ανάσα σου, μόνο εσύ
και όταν ξύπνησα, μέσα στη σκέψη μου είχα κρατήσει
κάθε σου άγγιγμα, κάθε συναίσθημα κάθε στιγμή
που η ανάσα σου κι η παρουσία σου είχαν αφήσει
σε ένα όνειρο όπου το ζήσαμε εγώ κι εσύ
και πάλι σκέφτηκα, ότι δεν γίνεται, κάπου υπάρχεις
μέσα στον κόσμο μου, στο περιβάλλον μου, εδώ κοντά
να ψάχνω άρχισα και είναι σίγουρο κι εσύ πως ψάχνεις
κι αυτό το όνειρο να ξαναζήσουμε πραγματικά
Ο επίλογος μιας ζωής
Δάκρυ και γέλιο μάζεψα στης γης τα μονοπάτια
κι απλόχερα τα ξόδεψα στο διάβα της ζωής
και της χαράς αγόρασα κάποια μικρά κομμάτια
που η ψυχή απαίτησε με κείνα να τραφεί
κι αν η ψυχή δεν χόρτασε και συνεχώς πεινάει
ευφράνθηκε και ένιωσε στην όποια της στιγμή
εκείνο το συναίσθημα που έρχεται και πάει
όταν ολοκληρώνεται του πόθου μια ευχή
τώρα τα μονοπάτια μου συγκλίνουν σ’ ένα τέρμα
που βγάζει αναπόφευκτα στο χείλος του γκρεμού
και όλες οι αλήθειες μου ακολουθούν εμένα
κι εδώ μπροστά στεκόμαστε στο χώρο του κενού
εδώ μπροστά στεκόμαστε στην άκρη του απείρου
στο χάος να πηδήσουμε σαν έρθει ο καιρός
σ’ ένα ταξίδι άγνωστο στο βάθος του ονείρου
ταξίδι που δεν πρόκειται να έχει γυρισμό
Ένα παδί με άσπρα τα μαλλιά
Ένα παιδί, δεκαπεντάχρονο παιδί
πήρε τον δρόμο να σπουδάσει στον Περαία
όλο τον κόσμο να γυρίσει σαν θα βγει
μηχανικός απ’ τη σχολή του Προμηθέα
Ήταν το όνειρο το πρώτο παιδικό
όπου γεννήθηκε και ρίζωσε εντός του
όμως δεν έγινε στην πράξη μπορετό
γιατί δεν ήξερε καλά τον εαυτό του
Ξερό κεφάλι και χωρίς συμβιβασμούς
μόνο τα θέλω του και τα γιατί μετρούσαν
δεν δέχτηκε ποτέ του περιορισμούς
ούτε τον δρόμο που πολλοί ακολουθούσαν
Κέρδισε κι έχασε ακόμη πιο πολλά
τον κόσμο γύρισε με τον δικό του τρόπο
ένα παιδί που έχει άσπρα τα μαλλιά
και τριγυρίζει από τόπο σ’ άλλον τόπο
Lúcia
Στην πόρτα του παράδεισου έφτασα μα δεν μπήκα
γιατ’ έχω μια ελεύθερη κι αδάμαστη ψυχή
και μέσα στον παράδεισο αν έμπαινα θα είχα
την πόρτα της εξόδου μου παντοτινά κλειστή
και μέσα στον παράδεισο γαλήνη κι ηρεμία
θα ήταν ασυμβίβαστες χωρίς την διαφορά
και η ρουτίνα σίγουρα θα έφερνε ανία
χωρίς τον πόθο, τ’ άγνωστο, τη λύπη, τη χαρά
και τώρα ο παράδεισος με ένα μέτρο χώμα
σε σκέπασε και κράτησε την πόρτα του κλειστή
κι εγώ από την κόλαση που τριγυρνώ ακόμα
ένα λουλούδι έφερα αλλά δεν θα το δείς
και όπως τότε στέκομαι δυο σπιθαμές μακριά σου
ο όρος που σεβάστηκα ως τη στερνή φορά
κι είδα το δάκρυ πούτρεξε στα ροδομάγουλά σου
σαν είδες ο παράδεισος ότι δεν με κρατά.
Ήταν το σύμβολο της γαλήνης, της ηρεμίας και της αγνότητας. Ποτέ δεν την άγγιξα. Καθόμαστε στο ίδιο παγκάκι, δυο σπιθαμές ο ένας από τον άλλο
Ελεύθερη σκέψη
Σκέψη μου που γεννήθηκες αγνή χωρίς δεσμεύσεις
σ’ ένα καλούπι σ’ έβαλαν για να διαμορφωθείς
είχανε φτιάξει πρόγραμμα και είχανε προθέσεις
να πάρεις την κατεύθυνση, που τους υπηρετεί
και έτσι υποτάχτηκες χωρίς να το γνωρίζεις
σε ‘κείνα που σε δίδαξαν σαν ήσουνα αγνή
μα με το χρόνο άρχισες, να δεις, να ξεχωρίζεις
πως κάτι δεν συμβάδιζε με όποια λογική
και σαν το καταλάβαινες άρχισες ν’ αποβάλλεις
εκείνα που σε έμαθαν πως ήτανε σωστά
και με τη γνώση άρχισες ξανά να εξετάζεις
όσα ως τώρα πίστευες, καθένα χωριστά
κάποιες αξίες κράτησες, πέταξες κάποιες άλλες
κι ακόμα δεν σταμάτησες να ψάχνεις το γιατί,
ιδέες όπου νόμιζες πως ήτανε μεγάλες
ξεφτίσανε και μπήκανε άλλες απ’ την αρχή
Έναν Θεό σου φόρτωσαν που πρέπει να φοβάσαι
γιατί αν και φιλεύσπλαχνος είναι και τιμωρός
όπου παρών και πάντοτε είναι όπου και να ‘σαι
και τίποτε δεν κρύβεται, ούτε το πιο μικρό
ένα θεό αόρατο όπου ποτέ δεν είδες
μα οι εντολοδόχοι του υπάρχουνε παντού
και αν τηρείς και σέβεσαι τις εντολές που πήρες
ίσως ξεφύγεις την οργή του μέγα τιμωρού.
τον φόβο που σου φύτεψαν τον έχεις ξεπεράσει
και τώρα πλέον λεύτερη στον κόσμο περπατάς
και αν πολλά δεν κέρδισες τίποτα δεν θα χάσεις
εκτός από τα άχρηστα του φόβου τα δεσμά.
Όταν πονώ και χαίρομαι
Όταν πονώ δεν προσπαθώ τον πόνο να τον πνίξω
μον’τον αφήνω ζωντανό μέχρι να ξεθυμάνει
κι όποιες στιγμές φέρνουν χαρά ακέραιες να ζήσω
‘τι δίχως πόνο η χαρά κάθε αξία χάνει
αν με τον πόνο τη χαρά, το γέλιο με το δάκρυ
δεν τα συγκρίνεις πώς μπορείς να νιώσεις την αξία
πώς θα μετρήσεις τη χαρά, τη γλύκα της αγάπης
εάν δεν ένιωσες ποτέ πίκρα και δυστυχία;
αν με τους φίλους τη χαρά μοιράζομαι μαζί τους
όλες τις πίκρες μοναχός διαλέγω να περνάω
και τις πιο όμορφες στιγμές μέσα στη θύμησή τους
οι φίλοι μου να κουβαλούν μαζί τους σαν γλεντάω
όλες οι δύσκολες στιγμές είναι υπόθεσή μου
κι όταν οι άλλοι συμβουλές πασχίζουν να μου δώνουν
αναστατώνουν πιο πολύ τη σκέψη τη δική μου
και μπαίνουνε στους λογισμούς και τους ανακατώνουν